ζωοτέχνης

ζωοτέχνης
ο
επιστήμονας ειδικός στον κλάδο τής ζωοτεχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechnician < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ])* + technician (πρβλ. -τέχνης < τέχνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζωοτέχνης — ο αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”